επιρρομβώ

επιρρομβώ
ἐπιρρομβῶ, -έω (Α) [ρομβώ]
1. κάνω κρότο, χτυπώ («ἐπιρρόμβεισι δ’ ἄκουαι», Σαπφ.)
2. εφορμώ από ψηλά εναντίον κάποιου με ήχο που προέρχεται από περιστροφική κίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”